- βιολοντσέλο
- τοβαθύηχο όργανο της οικογενείας των βιολιών, με τέσσερεις χορδές κουρδισμένες σε ανιούσες πέμπτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιολοντσέλο — το έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερες χορδές όπως το βιολί, αλλά πολύ μεγαλύτερο απ αυτό: Σε μια κλασική ορχήστρα υπάρχει πάντοτε τουλάχιστον ένα βιολοντσέλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιολοντσέλο ή τσέλο — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.… … Dictionary of Greek
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek
Κασαντό, Γκασπάρ — (Gaspar Cassado, Βαρκελώνη 1897 – Μαδρίτη 1966). Ισπανός βιολοντσελίστας και συνθέτης. Γιος του μουσικού Χοακίν Κασαντό, αρχικά μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του και έπειτα κοντά στον Πάμπλο Καζάλς στο Παρίσι. Συνέθεσε πολλά έργα για βιολοντσέλο,… … Dictionary of Greek
Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… … Dictionary of Greek
τσέλο — (Αγία Παρασκευή). Πεδινός οικισμός (205 κάτ., υψόμ. 60 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. * * * το, Ν το βιολοντσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cello < violon cello «βιολοντσέλο»] … Dictionary of Greek
Καζάλς, Πάμπλο — (Pablo Casals, Βεντρέλ, Καταλονία 1876 – Σαν Χουάν, Πουέρτο Ρίκο 1973). Ισπανός μουσικός. Σπούδασε στο ωδείο της Μαδρίτης και το 1897, οπότε διορίστηκε καθηγητής του βιολοντσέλου στο ωδείο της Βαρκελώνης, δημιούργησε ένα κουαρτέτο με πρώτο βιολί… … Dictionary of Greek
βιολοντσελίστας — ο μουσικός που παίζει βιολοντσέλο* … Dictionary of Greek
γκούντοκ — το ρωσικό λαϊκό όργανο που μοιάζει με το βιολοντσέλο … Dictionary of Greek
κοντσερτίνο — το 1. μουσική σύνθεση για ένα σολιστικό όργανο και ορχήστρα, συνήθως σε ένα μέρος ή σε περισσότερα σύντομα μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή 2. μικρή ορχήστρα από τρία βιολιά και βιολοντσέλο, αλλ. κουαρτέτο εγχόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek